Καλωσήρθατε στο AlldayGreece

Δήμος Ηρακλείας

Δήμος Ηρακλείας

Ο οικισμός της Ηράκλειας προϋπήρχε ανατολικότερα κατά ένα χιλιόμετρο του σημερινού οικισμού και ονομαζόταν Τζουμαγιά. Η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά την περίοδο 1916 – 1918 λόγω του ότι συνέπεσε να βρεθεί στο κέντρο ενός τομέα του Μακεδονικού μετώπου κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στους Γερμανοβουλγάρους και στους Αγγλογάλλους. Οι περισσότεροι από τους τότε κατοίκους μετατοπίστηκαν προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία και με την επιστροφή τους το 1918 εγκαταστάθηκαν στο σημερινό σημείο της πόλης. Η σχεδιαστική αντίληψη που υιοθετήθηκε για την ανοικοδόμηση της Τζουμαγιάς ήταν αυτή των κηπουπόλεων που επικρατούσαν στην Ευρώπη, ίσως όχι και τυχαία μιας και τα σχέδια έγιναν την περίοδο 1919 – 1921 από τον αρχιτέκτονα Ντεγιόν (πιθανότατα Γάλλος ή Βέλγος) και επιβλέποντα τον Εμπράρ (Άγγλο πολεοδόμο – αρχιτέκτονα). Το σχέδιο της Τζουμαγιάς ήταν το μοναδικό τελικά που υλοποιήθηκε στα πλαίσια της ανοικοδόμησης των οικισμών της Ανατολικής Μακεδονίας λόγω πολιτικών εξελίξεων την περίοδο εκείνη και μάλλον γιατί η Τζουμαγιά ήταν ο σημαντικότερος οικισμός της τότε περιοχής. Τα σχέδια προϋπήρχαν του 1923, έτος υποδοχής πολλών προσφύγων λόγω της μικρασιατικής καταστροφής (1922), και για τους οποίους στις άκρες της παλιάς πόλης κτίστηκε ένας αριθμός οικισμών για την εγκατάστασή τους. Η ανοικοδόμηση της Τζουμαγιάς ουσιαστικά άρχισε το 1929 έπειτα από έκδοση εθνικού δανείου.

Ο Δήμος Ηράκλειας είναι ο δεύτερος σε πληθυσμό μετά τον Δήμο Σερρών και σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001 αριθμεί 13.173 κατοίκους και 24.424 εγγεγραμμένους δημότες. Οι κάτοικοι του είναι γηγενείς και πρόσφυγες, ενώ ως προς την καταγωγή τους είναι ντόπιοι, βλάχοι, τσιγγάνοι, γκαγκαούζοι, θρακιώτες, πόντιοι, μικρασιάτες, σαρακατσάνοι και ρομά.
Από το 1971 μέχρι και την τελευταία απογραφή, υπήρξε μείωση του πληθυσμού του δήμου μας κατά 2.300 άτομα, η οποία αποδίδεται κυρίως στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση αλλά και στην σταδιακή μείωση του αριθμού των γεννήσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι ενώ κατά το έτος 1991 είχαμε 234 γεννήσεις, δέκα χρόνια αργότερα ο αριθμός μειώθηκε στις 220.

Η έδρα του Δήμου, σ’ όλα τα χρόνια της ύπαρξής της είχε πληθυσμό μεταξύ 10.000 και 3.609 κατοίκων που έχει σήμερα, ενώ παράλληλα αποτέλεσε εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής για περισσότερο από τριακόσια χρόνια. Η φθίνουσα πορεία του γεωργικού εισοδήματος, αλλά και η μηχανοποίηση των καλλιεργειών αύξησαν σημαντικά το μεταναστευτικό ρεύμα. Κατά τη δεκαετία του ’70 και ίσως και λίγο νωρίτερα, αρκετοί κάτοικοι έφυγαν στο εξωτερικό προς Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, Γαλλία και Βέλγιο. Ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών αυτής της περιόδου προερχόταν από τα Χρυσοχώραφα και την Κοίμηση. Οι άνθρωποι αυτοί κατάφεραν με πολύ κόπο και κυριάρχησαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή των χωρών αυτών, χωρίς ωστόσο να διακόψουν τους δεσμούς τους με την πατρίδα.
Δύο δεκαετίες αργότερα ένα νέο μεταναστευτικό κύμα δημιουργείται, από νέους σε ηλικία ανθρώπους με κατεύθυνση τα αστικά κέντρα της χώρας Θεσσαλονίκη, Αθήνα και Σέρρες. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς που έφυγαν κατά τη δεκαετία του ’90 επέστρεψαν, ενώ υπάρχουν άλλοι οι οποίοι είναι εποχιακοί μετανάστες προς Ρόδο και Κρήτη. Σήμερα υπολογίζεται ότι ο Δήμος μας αριθμεί περί στους 11.251 ετεροδημότες.
Η εσωτερική μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών αποδυνάμωσε σημαντικά την περιοχή, όχι μόνο επειδή μειώθηκε ο συνολικός πληθυσμός της αλλά κυρίως επειδή της στέρησε νεαρό πληθυσμό. Από στοιχεία του ληξιαρχείου που αναφέρονται στο σύνολο των δημοτών Ηράκλειας διαπιστώνεται ότι 19.5% των δημοτών είναι ηλικίας 0-19 ετών, το 30% είναι 20-39 ετών, το 27,5% είναι 40-59 ετών ενώ, το 23% είναι 60 ετών και πάνω.
Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες μέσω των επιχορηγήσεων και των επενδυτικών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δοθούν κίνητρα ώστε να επιστρέψει νέος κόσμος και να δώσει ζωή στην περιοχή.

Η περιοχή μας, ανέκαθεν, ήταν πρωτίστως αγροτική και κατά δεύτερο λόγο κτηνοτροφική. Παραγωγές όπως καλαμπόκι, βαμβάκι και τεύτλα αποτελούν μέχρι και σήμερα τη βάση της τοπικής οικονομίας ενώ το 70% περίπου του πληθυσμού ασχολείται με τη γεωργία ως κύρια ή συμπληρωματική απασχόληση. Δεδομένου βέβαια ότι η Ηράκλεια στο παρελθόν αποτέλεσε και εν μέρει και σήμερα αποτελεί εμπορικό κέντρο της περιοχής, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη βιοτεχνία και τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών.

Μέχρι το 1985 περίπου η γεωργία αποτελούσε την κύρια απασχόληση ενώ τα νοικοκυριά συμπλήρωναν το εισόδημά τους με την εργασία των γυναικών στις τοπικές βιοτεχνίες και οικοτεχνίες ρούχων που άγγιζαν περίπου τις 70 στο δήμο μας.

Τα τελευταία χρόνια ωστόσο παρατηρείται συρρίκνωση του αγροτικού εισοδήματος και έτσι ελάχιστοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν πλέον το ρίσκο να ασχοληθούν με την καλλιέργεια της γης. Ενδεικτικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι τα στοιχεία της Διεύθυνσης Γεωργίας Σερρών που αναφέρουν ότι μόλις 64 ήταν οι νέοι αγρότες στο δήμο μας σε διάστημα 12 χρόνων (1993-2005). 
Η παραπάνω εξέλιξη είχε αντίκτυπο και στη τοπική αγορά. Μαγαζιά και βιομηχανίες κλείνουν. Οι βιοτεχνίες από την άλλη μαραζώνουν μέσα από την γενικότερη κρίση που διέρχονται λόγω της μετακίνησης των μονάδων παραγωγής σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό και χαμηλό κόστος παραγωγής, όπως η γειτονική Βουλγαρία. Έτσι από τις 60-70 που απαριθμούσε ο δήμος μας σήμερα δεν έχει απομείνει ούτε το 10% αυτών. Όλη αυτή η κατάσταση λειτουργεί αποτρεπτικά για τη νεολαία που επιλέγει την μετακίνηση στα αστικά κέντρα για εύρεση εργασίας. 
Νέα πνοή στην οικονομική ζωή της περιοχής καλούνται τώρα να δώσουν νέες καλλιέργειες (όπως βίκος, σόγια, φακές και φασόλια) και αξιοποίηση των φυσικών ιδιαιτεροτήτων και πλούτων της. Ο αγροτουρισμός από την μεριά του έχει αρχίσει να κάνει τα πρώτα του βήματα, ιδιαίτερα στην περιοχή του Λιθοτόπου με ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, αγροτουριστικούς συνεταιρισμούς και κέντρα πληροφόρησης. Το δυνατό όμως χαρτί της Ηράκλειας είναι το γεωθερμικό της πεδίο. Όχι μόνο νέες θέσεις εργασίας αλλά και εξοικονόμηση χρημάτων (από τη θέρμανση χώρων, καλλιέργειες κ.α.) θα κάνουν αισθητά καλύτερη την ποιότητα ζωής των κατοίκων.

Ο δήμος Ηράκλειας είναι “πολυπολιτισμικός” καθώς αποτέλεσε το σημείο σύγκλισης και ζύμωσης παραδόσεων, ηθών και εθίμων κατοίκων διαφορετικής καταγωγής και ιδιοσυγκρασίας. Οι Ηρακλειώτες από παλιά έδειξαν ενδιαφέρον για την διάσωση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και γι’ αυτό δεν ήταν λίγοι αυτοί που κατέγραψαν τον εθιμικό πλούτο και τον τρόπο ζωής των κατοίκων του δήμου. Ιδιώτες και σύλλογοι συγκεντρώνουν στοιχεία από το παρελθόν, διαχειρίζονται τις παραδόσεις και προσπαθούν να τις μεταλαμπαδεύσουν. Σήμερα λειτουργούν σύλλογοι σε Δασοχώρι, Λιθότοπο, Λιμνοχώρι, Χρυσοχώραφα, Ποντισμένο, Κοίμηση και Ηράκλεια, στων οποίων τις δράσεις έρχεται να προστεθεί και η ΔΕΠΑΤΗ με πρωτοβουλίες πολιτισμού και όχι μόνο.
Η παράδοση της Ηράκλειας στη μουσική, το θέατρο, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνική παράδοση δεν έχει τέλος. Ονόματα όπως “Παράγκες”, “Κεντρικόν”, “Rex”, “Αλέξανδρος”, “Μετανάστης”, “‘Αστρον” ξυπνάν έντονες κινηματογραφικές μνήμες στους παλιούς καθώς η ιστορία του κινηματογράφου στη Ηράκλεια ξεκινάει πολύ πριν από τον πόλεμο και σβήνει τη δεκαετία του ’80. Το δυναμικό όμως κοινό “σινεφίλ” που έμεινε γέννησε σήμερα τον θερινό της Ηράκλειας, με πάνω από 1000 εισιτήρια τη σεζόν. Στο άκουσμα όμως της Ηράκλειας έρχονται στο μυαλό οι ζουρνάδες της. Η δεξιοτεχνία των ζουρνατζίδων της Ηράκλειας είναι μοναδική, κάνοντάς τους να ξεχωρίσουν όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Αξίζει να αναφερθούν και τα πανηγύρια και οι γιορτές της Ηράκλειας, με αποκορύφωμα την μεγάλη εμποροπανήγυρη του Αυγούστου. Η συμμετοχή του κόσμου σε κάθε μία από τις παραπάνω εκδηλώσεις είναι περισσότερο από ενθαρρυντική. Ωστόσο αυτό που λείπει από την Ηράκλεια σήμερα είναι η θέρμη και ο ενθουσιασμός της νεολαίας που θα την αναδείξει και πάλι σε πολιτιστική κοιτίδα, θα της δώσει νέα πνοή.

Ο σημερινός οικισμός της Ηράκλειας ονομαζόταν Τζουμαγιά κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου. Ήταν η σημαντικότερη κωμόπολη της περιοχής και κατά μία εκδοχή αριθμούσε 5.506 κατοίκους το 1913. Είναι επίσης γνωστό ότι η Κοίμηση ονομαζόταν Σπάτοβο και αριθμούσε 1.167 κατοίκους το 1913, το Βαλτερό Μπαρακλή με 711 κατοίκους, και το Δασοχώρι Ορμανλή, με 318 κατοίκους, το Ποντισμένο ονομαζόταν Ερνη-Κιόϊ με 631 κατοίκους το 1920, η Καρπερή Έλσιανλη με 759 κατοίκους, ο Λιθότοπος Καγιαλή με 359 κατοίκους και τέλος τα Χρυσοχώραφα ονομαζόταν Χαζνατάρ και αριθμούσε 606 κατοίκους το 1928 και το Λιμνοχώρι Κογχύλια (Πορλίδα) με 216 κατοίκους.ενώ κατά μία άλλη ο πληθυσμός της ήταν περίπου διπλάσιος (10.000 κάτοικοι το 1910)

 Η Τζουμαγιά είχε κανονική ρυμοτομία με φαρδείς και ίσιους δρόμους χωρίς επίστρωση. Για το λόγο αυτό γέμιζαν λάσπες το χειμώνα. Ιδιαίτερα, στην κεντρική πλατεία των εκπαιδευτηρίων, σχηματιζόταν μεγάλο τέλμα με τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η ονομασία της πλατείας ως «Μπάρα».

Κυριότερες πλατείες της Τζουμαγιάς ήταν:

1) Η πλατεία της Μπάρας (ή πλατεία των Σχολείων). Γύρω από την πλατεία βρίσκονταν τα καζίνα (μεγάλα καφενεία), ένα από τα οποία διέθετε σκηνή για θέατρο ενώ στον επάνω όροφο λειτουργούσε ξενοδοχείο. Εκτός από τα καζίνα, υπήρχαν επίσης άλλα καταστήματα όπως ζαχαροπλαστείο, παντοπωλείο, εκκοκκιστήριο κλπ.

2) Η πλατεία του Τσεσμέ, γύρω από την οποία υπήρχε πληθώρα καταστημάτων, όπως μαγειρείο, χάνια κλπ. Από τη δυτική της πλευρά ξεκινούσε ένας σκεπαστός δρόμος (στοά), που αποτελούσε την σκεπαστή αγορά (με παντοπωλεία, σχοινάδικα, κλπ.)

3) Η πλατεία του Μπαλούκ παζαρί, νοτιοδυτικά της σκεπαστής αγοράς, όπου συγκεντρώνονταν τα ιχθυοπωλεία, τα κρεοπωλεία και τα οπωροπωλεία.

4) Η πλατεία του Ασίρ παζαρί, όπου πωλούνταν ψάθες, πανέρια, δίχτυα, κλπ.

5) Η πλατεία του Ατ παζαρί, ανατολικά της σκεπαστής αγοράς στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης, όπου διενεργούνταν το ζωεμπόριο. Η πλατεία περιβαλλόταν από πλούσια εμπορικά καταστήματα και μεγάλα πανδοχεία (χάνια), ενώ στο κέντρο της βρισκόταν ο Αστυνομικός Σταθμός (Καρακόλι).

Εκτός από τις κεντρικές πλατείες της αγοράς υπήρχαν και άλλοι δημόσιοι ανοιχτοί χώροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν για συγκεντρώσεις και χορούς, όπως η πλατεία Αλταντζή, η πλατεία Μονιά, η πλατεία Τενεκετζή, η πλατεία Τσάι (εξοχές), η πλατεία Μιράδες, και άλλες.

Περίπου το 1903 όλοι οι κεντρικοί δρόμοι της Τζουμαγιάς έγιναν λιθόστρωτοι (καλντερίμια) κατόπιν διαταγής του αστυνομικού διοικητή Τζουμαγιάς προς τους παρόδιους καταστηματάρχες.